σποδός

σποδός
σποδός
Grammatical information: f.
Meaning: `ash, ember, metal ashes, dust' (Ion. ι 375, trag. a. o.).
Compounds: Compp. σποδο-ειδής `ash-coloured' (Hp., Arist. a.o.), ἔν-σποδος `id.' (Dsc.; Strömberg Prefix Studies 128 a. 130).
Derivatives: 1. σποδ-ιά, Ion. -ιή f. `heap of ashes, ash' (ε 488, Hp., E. Cyc. 615 [lyr.], Pl. Com., LXX, AP a. o.; Scheller Oxytonierung 67) with -ιώδης `ash-coloured' (Erot.), -ιαῖος `id., gilvus' (Gloss.), -ιάς f. `wild plum, Prunus insititia (?)' (Thphr.). 2. -ιον n. `metal ash' (Poseidon., Dsc.) with -ιακός `made of σ.' (late medic.). 3. -(ε)ιος `ashen' (Semon. a. o.). 4. -ώδης `ashlike', of colour and taste (App., Gal.). 5. -ίτης ἄρτος `bread baked in ashes' (Hp., Diph.; Redard 91); also σποδεύς `id.' (s. on σπολάς). 6. Denominative verbs: a. σποδ-όομαι `to become ashes' (Hp., Lyc., AP), συνεσποδωμένον συγκεκομ-μένον H.; -ώσασθαι `to bestrew with ashes' (LXX); b. -ίζω `to roast in the ashes' (Pl., Ar.), intr. (also wit ὑπο-) `to become ashen' (Dsc.); c. σποδέω, also with κατα-, ἀπο-, δια-, `to crunch, to smash, to grind', also sensu obsc., of food `to consume, to swallow' (often Ar. a. o. com., A., E.), if prop. `to become dust'; cf. κατα-σποδέω `to stretch down in the dust' (A., Ar.); here also σποδ-όρχης m. `eunuch' (Eust.), s. E. Maass RhM 74, 432 ff.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)
Etymology: Unexplained. Improbable hypothesis by Grošelj Živa Ant. 1, 129. Older lit. in Bq. -- Furnée 154 convincingly connects ἄσβολος `soot, dust of coals' and *σπολός in σπολεύς (but Frisk s.v. σπολάς takes this as wrong for *σποδεύς). The word then is Pre-Greek.
Page in Frisk: 2,771

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σποδός — wood ashes fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σποδός — ἡ, ΝΜΑ 1. μισοσβησμένη στάχτη, καφτή στάχτη από ξύλα ή ξυλάνθρακες, χόβολη («τὸν μοχλὸν ὑπὸ σποδοῡ ἤλασα πολλῆς», Ομ. Οδ.) 2. η στάχτη από καμμένο νεκρό (α. «διασκόρπισαν τη σποδό της στη θάλασσα» β. «ἀντὶ δὲ φωτῶν τεύχη καὶ σποδὸς εἰς ἑκάστου… …   Dictionary of Greek

  • σποδός, ηφαιστειακή — Σύνολο από λεπτότατα θραύσματα λάβας, που εκσφενδονίστηκαν κατά την έκρηξη ενός ηφαιστείου και έπεσαν στις πλαγιές ή στους πρόποδες του ή μεταφέρθηκαν από τον άνεμο σε σημαντικές αποστάσεις. Η σποδός του είδους είναι πολλές φορές εκμεταλλεύσιμη… …   Dictionary of Greek

  • σποδός — η 1. στάχτη. 2. τέφρα που απομένει από την καύση νεκρού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σποδούς — σποδός wood ashes fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σποδῷ — σποδός wood ashes fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σποδόν — σποδός wood ashes fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασποδώ — (I) κατασποδῶ, έω (Α) σκοτώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σποδῶ / έω (< σποδῶ «κάνω σκόνη, συντρίβω» < σποδός «στάχτη, σκόνη»), πρβλ. απο σποδώ, δια σποδώ]. (II) κατασποδῶ, όω (Α) δαπανώ, σπαταλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σποδῶ / όω (<… …   Dictionary of Greek

  • σπληδός — ἡ, Α σποδός. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Απίθανη φαίνεται η άποψη ότι η λ. έχει σχηματιστεί με συμφυρμό από τους τ. σποδός «τέφρα, στάχτη» και χλῆδος «συρφετός, φρυγανώδη χώματα, αποκαθάρματα». Εξίσου απίθανη είναι και η σύνδεση τής λ. με το λατ.… …   Dictionary of Greek

  • σποδοκράμβη — ἡ, ΜΑ σποδός κράμβης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σποδός «στάχτη» + κράμβη «λάχανο»] …   Dictionary of Greek

  • ηφαιστειακή ή θηραϊκή γη — Ηφαιστειακή σποδός που προέρχεται από το ηφαίστειο της Σαντορίνης και καλύπτει σχεδόν όλη την επιφάνεια των νησιών Σαντορίνη, Θηρασία και Ασπρονήσι, με στρώμα πάχους 15 50 μ. Το χρώμα της είναι κοκκινωπό ή καφέ και χημικά αποτελείται κυρίως από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”